- εννομολέσχης
- ἐννομολέσχης, ο (Α)αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐννομολέσχης — prater about laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek